- ραχιαναισθησία
- η, Νιατρ. μέθοδος τοπικής αναισθησίας με ενδονωτιαία ένεση αναισθητικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. rachianesthesie (< ράχις + αναισθησία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραχιαναλγησία — η, Ν ιατρ. η ραχιαναισθησία … Dictionary of Greek
ραχιοκοκαΐνωση — η, Ν ιατρ. η χρησιμοποίηση αλάτων κοκαΐνης στη ραχιαναισθησία … Dictionary of Greek